- αυτορριζος
- αὐτόρριζοςαὐτό-ρριζοςBabr. αὐτόριζος 21) коренной, природный
(ἑστία χθονός Eur.)
2) (вырванный) вместе с корнями(πεύκη Diod.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἑστία χθονός Eur.)
(πεύκη Diod.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αυτόρριζος — αὐτόρριζος, ον 1. από τη ρίζα, μαζί με τις ρίζες 2. αυτός που έχει δικές του ρίζες, δικά του θεμέλια ή προέλευση … Dictionary of Greek
αὐτόρριζος — together with the roots masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτόριζον — αὐτόρριζος together with the roots masc/fem acc sg αὐτόρριζος together with the roots neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτόρριζον — αὐτόρριζος together with the roots masc/fem acc sg αὐτόρριζος together with the roots neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτορρίζους — αὐτόρριζος together with the roots masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτορρίζων — αὐτόρριζος together with the roots masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτορίζοις — αὐτόρριζος together with the roots masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτόριζα — αὐτόρριζος together with the roots neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτόριζος — αὐτόρριζος together with the roots masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτόρριζα — αὐτόρριζος together with the roots neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτόρριζοι — αὐτόρριζος together with the roots masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)